Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

multilingual < multi- + lingual < λατινική multi + lingua

  Επίθετο επεξεργασία

multilingual (en)

  1. που αναφέρεται ή σχετίζεται με πολλές γλώσσες
     συνώνυμα: translingual
  2. (για άνθρωπο) πολύγλωσσος