↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυγλωσσία οι πολυγλωσσίες
      γενική της πολυγλωσσίας των πολυγλωσσιών
    αιτιατική την πολυγλωσσία τις πολυγλωσσίες
     κλητική πολυγλωσσία πολυγλωσσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυγλωσσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυγλωσσία.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + -γλωσσία.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.li.ɣloˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐γλωσ‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυγλωσσία θηλυκό

  1. γνώση και η χρήση πολλών γλωσσών
    ※  Παρά το γεγονός ότι δεδηλωμένος στόχος και σύνθημα της E.E. είναι η διαφύλαξη και υποστήριξη της γλωσσικής πολυμορφίας και η διάσωση των λιγότερο διαδεδομένων γλωσσών [...], δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν την πολυγλωσσία δυσβάστακτο βάρος για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, επιθυμούν να τεθούν όρια στο γλωσσικό μωσαϊκό και ζητούν να ξανανοίξει η συζήτηση για μια ευρωπαϊκή lingua franca (κοινή γλώσσα).
    Αριστοτελία Πελώνη, Eυρώπη χαμένη στη... μετάφραση, Τα Νέα, 7 Ιουλίου 2005
  2. η έλλειψη ενιαίου και συνεκτικού λόγου από μία ομάδα
    ※  Οι νέοι υπουργοί οφείλουν να αντιληφθούν το συντομότερο, ότι λίγη περισσότερη αυτοσυγκράτηση και σοβαρότητα, όχι μόνο δεν θα έβλαπτε την κυβέρνηση, αλλά θα τη βοηθούσε να διαχειριστεί με περισσότερη ωριμότητα και αποτελεσματικότητα τις όποιες αλλαγές πολιτικής θέλει να επιβάλλει. Γιατί αυτή η πολυγλωσσία και η βιασύνη να αποδείξουν εδώ και τώρα ότι διαφέρουν από τους προηγούμενους, μπορεί πολύ γρήγορα να αποδειχθεί μπούμεραγκ.
    Επικίνδυνη πολυγλωσσία, Το Βήμα, 28 Ιανουαρίου 2015

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία