μαντατευτής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαντατευτής < μαντατεύω < μαντάτον + -εύω < ελληνιστική κοινή μανδᾶτον < λατινικό mandatum (αυτοκρατορική διαταγή)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαντατευτής αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που κατηγορεί, που καταμαρτυρεί, ο σπιούνος, ο χαφιές, ο καταδότης, το καρφί, ο μαντατούρης