Δείτε επίσης: Rat, RAT

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rat (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) ο αρουραίος
  2. (αργκό) ο χαφιές



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rat rats

rat (fr) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rat (sr)

  • λατινική γραφή του рат