Δείτε επίσης: ἀρουραῖος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρουραίος οι αρουραίοι
      γενική του αρουραίου των αρουραίων
    αιτιατική τον αρουραίο τους αρουραίους
     κλητική αρουραίε αρουραίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας αρουραίος.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρουραίος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

αρχαία ελληνικά:

Μεταφράσεις

επεξεργασία