αρουραίος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρουραίος < αρχαία ελληνική < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erh₃- (οργώνω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾuˈɾe.os/
- συλλαβισμός : α‐ρου‐αί‐ος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρουραίος αρσενικό
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
αρχαία ελληνικά:
- ἄρουρα (θηλυκό, η καλλιεργημένη γη)
- ἄχθος ἀρούρης (βάρος της της, έκφραση)