Δείτε επίσης: αρουραίος
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ᾰ̓ρουραιο-
ονομαστική ἀρουραῖος ἀρουραί τὸ ἀρουραῖον
      γενική τοῦ ἀρουραίου τῆς ἀρουραίᾱς τοῦ ἀρουραίου
      δοτική τῷ ἀρουραί τῇ ἀρουραί τῷ ἀρουραί
    αιτιατική τὸν ἀρουραῖον τὴν ἀρουραίᾱν τὸ ἀρουραῖον
     κλητική ! ἀρουραῖε ἀρουραί ἀρουραῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀρουραῖοι αἱ ἀρουραῖαι τὰ ἀρουραῖ
      γενική τῶν ἀρουραίων τῶν ἀρουραίων τῶν ἀρουραίων
      δοτική τοῖς ἀρουραίοις ταῖς ἀρουραίαις τοῖς ἀρουραίοις
    αιτιατική τοὺς ἀρουραίους τὰς ἀρουραίᾱς τὰ ἀρουραῖ
     κλητική ! ἀρουραῖοι ἀρουραῖαι ἀρουραῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀρουραίω τὼ ἀρουραί τὼ ἀρουραίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀρουραίοιν τοῖν ἀρουραίαιν τοῖν ἀρουραίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρουραῖος < ἄρουρ(α) + < → και δείτε τη λέξη ἀρόω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀρουραῖος, -α, -ον

  1. αγροτικός, χωριάτικος
  2. ἀρουραῖος μῦς: αρουραίος, ποντικός που είναι αγροτικός (αρουραίος)

Συγγενικά

επεξεργασία