Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρούρι < αρουραίος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρούρι ουδέτερο

  1. (οικείο) άλλη μορφή του αρουραίος
  2. (στρατιωτική αργκό) νέος φαντάρος

Σημειώσεις επεξεργασία

  • συνήθως χρησιμοποιείται μόνο σε μεταφορικές σημασίες των λέξεων αρουραίος και ποντικός