Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄρουρα < ἀρόω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erh₃- (οργώνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄρουρα θηλυκό

  1. η καλλιεργήσιμη γη
  2. (γενικότερα) η γη, το χώμα, το έδαφος
    ἄχθος ἀρούρης

Συγγενικά

επεξεργασία