Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαφιές οι χαφιέδες
      γενική του χαφιέ των χαφιέδων
    αιτιατική τον χαφιέ τους χαφιέδες
     κλητική χαφιέ χαφιέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαφιές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خفیه (τουρκική hafiye) < αραβική خَفِيَّة (ḵafiyya)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈfçes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐φιές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαφιές αρσενικό

  1. (μειωτικό) αστυνομικός ή άτομο συνεργαζόμενο με την αστυνομία που αναλάμβανε να διεισδύσει σε πολιτικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις με στόχο τη συλλογή πληροφοριών και τελικό σκοπό να τις διαλύσει ή να τις διαβρώσει
  2. (γενικότερα, μειωτικό) ο πληροφοριοδότης, ο καταδότης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία