mouchard
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mouchard < mouche
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mouchard | mouchards |
θηλυκό | moucharde | mouchardes |
mouchard (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (ειρωνικό) ο σπιούνος
- ο καταδότης, ο συκοφάντης, ο χαφιές, το καρφί
- ≈ συνώνυμα: délateur, dénonciateur, rapporteur, sycophante
- ≈ συνώνυμα: (οικείο) balance, cafard
- (μόνο στο αρσενικό) συσκευή ελέγχου και καταγραφής