Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαντατεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαντατεύω
<
μαντᾶτον
+
-εύω
Ρήμα
επεξεργασία
μαντατεύω
(
παρωχημένο
)
καταγγέλλω
,
κατηγορώ
καρφώνω
,
σπιουνεύω
Συγγενικά
επεξεργασία
μαντάτο
μαντατοφόρος
μανδάτωρ
(μεσαιωνική)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαντατεύω
αγγλικά
:
spy on someone
(en)
,
accuse
(en)
γαλλικά
:
dénoncer
(fr)