μαντᾶτον
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαντᾶτον < ελληνιστική κοινή μανδᾶτον < λατινική mandatum (αυτοκρατορική διαταφή}}
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαντᾶτον ουδέτερο
- η διαταγή (από την αυλή του Βυζαντίου ή αργότερα από τους Ενετούς και γενικά από κάποιον που είχε εξουσία
- το μαντάτο, τα νέα, η είδηση
Σημειώσεις επεξεργασία
- Στην Τουρκοκρατία η λέξη αντικαταστάθηκε στις περισσότερες περιοχές απο το φιρμάνι και το μαντάτο σταδιακά πήρε τη νεοελληνική του σημασία, της είδησης)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- μανδάτωρ, μαντάτωρ
- μαντατεύω
- μαντατευτής
- μαντατούρης (το καρφί, ο χαφιές, ο συκοφάντης)
- μαντατοφορεύω, μανδατοφορεύω
- μαντατοφορία, μαντατοφοριά
- μαντατοφορίζω
- μαντατοφόρισσα
- μαντατοφόρος, μανδατοφόρος
Πηγές επεξεργασία
- μονοτονική γραφή, μαντᾶτον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].