φιρμάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιρμάνι | τα | φιρμάνια |
γενική | του | φιρμανιού | των | φιρμανιών |
αιτιατική | το | φιρμάνι | τα | φιρμάνια |
κλητική | φιρμάνι | φιρμάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιρμάνι ουδέτερο
- λέξη που μπήκε στην ελληνική επί τουρκοκρατίας και σήμαινε το διάταγμα του σουλτάνου
- κάθε εντολή που έρχεται άνωθεν και προς την οποία δεν μπορεί να φέρει κάποιος αντιρρήσεις
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιρμάνι
|