σουλτάνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σουλτάνος αρσενικό
- o μονάρχης σε κάποια μουσουλμανικά κράτη, όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία ή κάποια σύγχρονα σουλτανάτα
- (μεταφορικά) ο τύραννος, ο απόλυτος μονάρχης
- (μεταφορικά) ο καλομαθημένος και παραχαϊδεμένος άνθρωπος