↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουλτανίνα οι σουλτανίνες
      γενική της σουλτανίνας
    αιτιατική τη σουλτανίνα τις σουλτανίνες
     κλητική σουλτανίνα σουλτανίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σουλτανίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sultanina < τουρκικά sultanî[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sul.taˈni.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σουλ‐τα‐νί‐να

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
σταφίδες σουλτανίνες

σουλτανίνα θηλυκό

  1. ποικιλία σταφυλιών με κίτρινες ρώγες χωρίς σπόρους, από την οποία παράγονται ξανθές σταφίδες
  2. η ξανθή σταφίδα που παράγεται από την παραπάνω ποικιλία σταφυλιών

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία