σουλτανίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουλτανίνα | οι | σουλτανίνες |
γενική | της | σουλτανίνας | — | |
αιτιατική | τη | σουλτανίνα | τις | σουλτανίνες |
κλητική | σουλτανίνα | σουλτανίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sul.taˈni.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σουλ‐τα‐νί‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουλτανίνα θηλυκό
- ποικιλία σταφυλιών με κίτρινες ρώγες χωρίς σπόρους, από την οποία παράγονται ξανθές σταφίδες
- η ξανθή σταφίδα που παράγεται από την παραπάνω ποικιλία σταφυλιών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σουλτανίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας