↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραχαϊδεμένος η παραχαϊδεμένη το παραχαϊδεμένο
      γενική του παραχαϊδεμένου της παραχαϊδεμένης του παραχαϊδεμένου
    αιτιατική τον παραχαϊδεμένο την παραχαϊδεμένη το παραχαϊδεμένο
     κλητική παραχαϊδεμένε παραχαϊδεμένη παραχαϊδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραχαϊδεμένοι οι παραχαϊδεμένες τα παραχαϊδεμένα
      γενική των παραχαϊδεμένων των παραχαϊδεμένων των παραχαϊδεμένων
    αιτιατική τους παραχαϊδεμένους τις παραχαϊδεμένες τα παραχαϊδεμένα
     κλητική παραχαϊδεμένοι παραχαϊδεμένες παραχαϊδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραχαϊδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παραχαϊδεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.xai̯.ðeˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐χαϊ‐δε‐μέ‐νος

παραχαϊδεμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία