εμίρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εμίρης | οι | εμίρηδες |
γενική | του | εμίρη | των | εμίρηδων |
αιτιατική | τον | εμίρη | τους | εμίρηδες |
κλητική | εμίρη | εμίρηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εμίρης < (άμεσο δάνειο) γαλλική émir < αραβική أمير (ʾāmyr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμίρης αρσενικό (θηλυκό: εμίρισσα)