Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουλτανικός η σουλτανική το σουλτανικό
      γενική του σουλτανικού της σουλτανικής του σουλτανικού
    αιτιατική τον σουλτανικό τη σουλτανική το σουλτανικό
     κλητική σουλτανικέ σουλτανική σουλτανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουλτανικοί οι σουλτανικές τα σουλτανικά
      γενική των σουλτανικών των σουλτανικών των σουλτανικών
    αιτιατική τους σουλτανικούς τις σουλτανικές τα σουλτανικά
     κλητική σουλτανικοί σουλτανικές σουλτανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουλτανικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σουλτανικός

  • αυτός που σχετίζεται με τον σουλτάνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία