Δείτε επίσης: διδάκτορας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δικτάτορας οι δικτάτορες
      γενική του δικτάτορα των δικτατόρων
    αιτιατική τον δικτάτορα τους δικτάτορες
     κλητική δικτάτορα δικτάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικτάτορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δικτάτωρ < λατινική dictator < dicto (διατάζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δικτάτορας αρσενικό

  1. αυταρχικός ηγέτης ενός κράτους, που έχει καταλάβει την εξουσία με παράνομα μέσα
  2. (ιστορία) ανώτερος αξιωματούχος, που εκλεγόταν από τη σύγκλητο και συγκέντρωνε απόλυτη εξουσία σε περιόδους έκτακτης ανάγκης

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Το θηλυκό δικτατόρισσα βρίσκουμε ως τίτλο τραγουδιού με στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία