δικτάτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικτάτορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δικτάτωρ < λατινική dictator < dicto (διατάζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδικτάτορας αρσενικό
- αυταρχικός ηγέτης ενός κράτους, που έχει καταλάβει την εξουσία με παράνομα μέσα
- (ιστορία) ανώτερος αξιωματούχος, που εκλεγόταν από τη σύγκλητο και συγκέντρωνε απόλυτη εξουσία σε περιόδους έκτακτης ανάγκης
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Το θηλυκό δικτατόρισσα βρίσκουμε ως τίτλο τραγουδιού με στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη