δικτάτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
δικτᾱτορ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | δικτάτωρ | οἱ | δικτάτορες | ||||
γενική | τοῦ | δικτάτορος | τῶν | δικτατόρων | ||||
δοτική | τῷ | δικτάτορῐ | τοῖς | δικτάτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | δικτάτορᾰ | τοὺς | δικτάτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δικτᾶτορ | δικτάτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικτάτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δικτατόροιν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
δικτᾱτωρ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | δικτάτωρ | οἱ | δικτάτωρες | ||||
γενική | τοῦ | δικτάτωρος | τῶν | δικτατώρων | ||||
δοτική | τῷ | δικτάτωρῐ | τοῖς | δικτάτωρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | δικτάτωρᾰ | τοὺς | δικτάτωρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δικτάτωρ | δικτάτωρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικτάτωρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δικτατώροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πραίτωρ' όπως «πραίτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δικτάτωρ (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική dictator < dicto (διατάζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδικτάτωρ, -ορος ή -ωρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (πολιτική, στη Ρώμη) ο τίτλος του δικτάτορα (dictator) με εξουσία ορισμένου διαστήματος που δινόταν από τη ρωμαϊκή σύγκλητο (χωρίς αρνητική σημασία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δικτάτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δικτάτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.