ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δικτᾱτορ-
ονομαστική δικτάτωρ οἱ δικτάτορες
      γενική τοῦ δικτάτορος τῶν δικτατόρων
      δοτική τῷ δικτάτορ τοῖς δικτάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δικτάτορ τοὺς δικτάτορᾰς
     κλητική ! δικτᾶτορ δικτάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δικτάτορε
γεν-δοτ τοῖν  δικτατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δικτᾱτωρ-
ονομαστική δικτάτωρ οἱ δικτάτωρες
      γενική τοῦ δικτάτωρος τῶν δικτατώρων
      δοτική τῷ δικτάτωρ τοῖς δικτάτωρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δικτάτωρ τοὺς δικτάτωρᾰς
     κλητική ! δικτάτωρ δικτάτωρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δικτάτωρε
γεν-δοτ τοῖν  δικτατώροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πραίτωρ' όπως «πραίτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικτάτωρ (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) λατινική dictator < dicto (διατάζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δικτάτωρ, -ορος ή -ωρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία