πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκλητος οι σύγκλητοι
      γενική της συγκλήτου των συγκλήτων
    αιτιατική τη σύγκλητο τις συγκλήτους
     κλητική σύγκλητε
(σύγκλητο)
σύγκλητοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σύγκλητος τὸ σύγκλητον
      γενική τοῦ/τῆς συγκλήτου τοῦ συγκλήτου
      δοτική τῷ/τῇ συγκλήτ τῷ συγκλήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν σύγκλητον τὸ σύγκλητον
     κλητική ! σύγκλητε σύγκλητον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σύγκλητοι τὰ σύγκλητ
      γενική τῶν συγκλήτων τῶν συγκλήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς συγκλήτοις τοῖς συγκλήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συγκλήτους τὰ σύγκλητ
     κλητική ! σύγκλητοι σύγκλητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συγκλήτω τὼ συγκλήτω
      γεν-δοτ τοῖν συγκλήτοιν τοῖν συγκλήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα