συγκλητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συγκλητικός < ελληνιστική κοινή συγκλητικός < αρχαία ελληνική σύγκλητος (μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική senatorius)
Επίθετο
επεξεργασία
συγκλητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη σύγκλητο ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ιστορία) την ρωμαϊκή σύγκλητο
- (ιστορία) τη σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης (Σενάτον / Senatum), καθένα από τα δύο δημόσια κτήρια της Κωνσταντινούπολης, που στέγαζαν το ομώνυμο νομοθετικό και συμβουλευτικό σώμα
- την πανεπιστημιακή σύγκλητο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκλητικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συγκλητικός αρσενικό (θηλυκό συγκλητική)
- πανεπιστημιακός καθηγητής μέλος της πανεπιστημιακής συγκλήτου
- (ιστορία) μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- συγκλητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγκλητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συγκλητικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- συγκλητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.