Δείτε επίσης: συγκολλητικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκλητικός η συγκλητική το συγκλητικό
      γενική του συγκλητικού της συγκλητικής του συγκλητικού
    αιτιατική τον συγκλητικό τη συγκλητική το συγκλητικό
     κλητική συγκλητικέ συγκλητική συγκλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκλητικοί οι συγκλητικές τα συγκλητικά
      γενική των συγκλητικών των συγκλητικών των συγκλητικών
    αιτιατική τους συγκλητικούς τις συγκλητικές τα συγκλητικά
     κλητική συγκλητικοί συγκλητικές συγκλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκλητικός < ελληνιστική κοινή συγκλητικός < αρχαία ελληνική σύγκλητος (μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική senatorius)

  Επίθετο

επεξεργασία

συγκλητικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκλητικός αρσενικό (θηλυκό συγκλητική)

  1. πανεπιστημιακός καθηγητής μέλος της πανεπιστημιακής συγκλήτου
  2. (ιστορία) μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία