Ετυμολογία

επεξεργασία
senator < λατινική senator

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

senator (en)

  1. o γερουσιαστής (το μέλος της Γερουσίας στις ΗΠΑ και τον Καναδά)
  2. ο συγκλητικός στην αρχαία Ρώμη



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

senator (ro) αρσενικό

  1. ο γερουσιαστής