↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκολλητικός η συγκολλητική το συγκολλητικό
      γενική του συγκολλητικού της συγκολλητικής του συγκολλητικού
    αιτιατική τον συγκολλητικό τη συγκολλητική το συγκολλητικό
     κλητική συγκολλητικέ συγκολλητική συγκολλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκολλητικοί οι συγκολλητικές τα συγκολλητικά
      γενική των συγκολλητικών των συγκολλητικών των συγκολλητικών
    αιτιατική τους συγκολλητικούς τις συγκολλητικές τα συγκολλητικά
     κλητική συγκολλητικοί συγκολλητικές συγκολλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκολλητικός < συγκολλώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

συγκολλητικός

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με συγκόλληση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (μεταφορικά) που έχει σχέση με τη σύνδεση ποικίλων πραγμάτων ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία