συγκολλητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασυγκολλητικός
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με συγκόλληση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (μεταφορικά) που έχει σχέση με τη σύνδεση ποικίλων πραγμάτων ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- συγκολλητικά
- → δείτε τις λέξεις συγκολλώ και κόλλα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- Συγκολλητικές γλώσσες: (γλωσσολογία) είδος γλωσσών (τουρκική, ουγγρική, φινλανδική) στις οποίες οι λέξεις σχηματίζονται με τη σύνδεση πολλών μορφημάτων (δηλαδή μικρών γλωσσικών μονάδων με σημασιολογικό ή γραμματικό περιεχόμενο), που προστίθενται κατά σειρά, χωρίς να αλλάζουν σημαντικά τη μορφή τους, για να δημιουργήσουν πιο σύνθετες λέξεις, ενώ κάθε μόρφημα διατηρεί την ανεξαρτησία του και τη δική του ξεχωριστή σημασία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- συνθετικές γλώσσες: όπου τα μορφήματα μπορούν να συνδυαστούν πιο ελεύθερα
- αναλυτικές γλώσσες: όπου οι γραμματικές πληροφορίες εκφράζονται κυρίως με ανεξάρτητες λέξεις
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συγκολλητικές γλώσσες