δικτατορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικτατορικός < δικτάτορας / δικτατορία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδικτατορικός -ή -ό
- που αναφέρεται σε έναν δικτάτορα ή μια δικτατορία
- δικτατορική κυβέρνηση
- που μοιάζει στην αυταρχικότητα με μια δικτατορία
- ο κυβερνήτης περιγράφεται από τους συνεργάτες του ως δικτατορικός χαρακτήρας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δικτάτορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία δικτατορικός