Δείτε επίσης: διδακτορικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικτατορικός η δικτατορική το δικτατορικό
      γενική του δικτατορικού της δικτατορικής του δικτατορικού
    αιτιατική τον δικτατορικό τη δικτατορική το δικτατορικό
     κλητική δικτατορικέ δικτατορική δικτατορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικτατορικοί οι δικτατορικές τα δικτατορικά
      γενική των δικτατορικών των δικτατορικών των δικτατορικών
    αιτιατική τους δικτατορικούς τις δικτατορικές τα δικτατορικά
     κλητική δικτατορικοί δικτατορικές δικτατορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικτατορικός < δικτάτορας / δικτατορία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

δικτατορικός -ή -ό

  1. που αναφέρεται σε έναν δικτάτορα ή μια δικτατορία
    δικτατορική κυβέρνηση
  2. που μοιάζει στην αυταρχικότητα με μια δικτατορία
    ο κυβερνήτης περιγράφεται από τους συνεργάτες του ως δικτατορικός χαρακτήρας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία