Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καρφώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα Επεξεργασία

καρφώνω

  1. μπήζω αιχμηρό αντικείμενο σε άλλο αντικείμενο
     αντώνυμα: ξεκαρφώνω
  2. (μεταφορικά) προδίδω κάποιον φίλο στον ανώτερό του
  3. (αθλητισμός) βάζω πόντο με καρφί

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία