πραίτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πραιτωρ-, πραιτορ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | πραίτωρ | οἱ | πραίτορες | ||||
γενική | τοῦ | πραίτορος | τῶν | πραιτόρων | ||||
δοτική | τῷ | πραίτορῐ | τοῖς | πραίτορσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πραίτορᾰ | τοὺς | πραίτορᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πραῖτορ | πραίτορες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πραίτορε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πραιτόροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πραίτωρ < (άμεσο δάνειο) λατινική praetor
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπραίτωρ αρσενικό
Σημειώσεις
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
πραιτωρ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | πραίτωρ | οἱ | πραίτωρες | ||||
γενική | τοῦ | πραίτωρος | τῶν | πραιτώρων | ||||
δοτική | τῷ | πραίτωρῐ | τοῖς | πραίτωρσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | πραίτωρᾰ | τοὺς | πραίτωρᾰς | ||||
κλητική ὦ! | πραίτωρ | πραίτωρες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πραίτωρε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πραιτώροιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πραίτωρ' όπως «πραίτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κλίνεται και ως μονόθεμο και ως διπλόθεμο
Πηγές
επεξεργασία- πραίτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.