ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πραιτωρ-, πραιτορ-
ονομαστική πραίτωρ οἱ πραίτορες
      γενική τοῦ πραίτορος τῶν πραιτόρων
      δοτική τῷ πραίτορ τοῖς πραίτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πραίτορ τοὺς πραίτορᾰς
     κλητική ! πραῖτορ πραίτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πραίτορε
γεν-δοτ τοῖν  πραιτόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία