Ετυμολογία

επεξεργασία
praetor < *praeitor (αυτός που προηγείται) < praeeo < prae + eo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

praetor αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική praetor praetorēs
γενική praetoris praetorum
δοτική praetorī praetoribus
αιτιατική praetorem praetorēs
κλητική praetor praetorēs
αφαιρετική praetore praetoribus
(γ' κλίση)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία