Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

praeeo < prae + eo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey-

  Ρήμα επεξεργασία

praeeo

  1. προηγούμαι, προΐσταμαι
  2. προστάζω

Κλίση επεξεργασία