Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοπέδιλος < χρυσός και πέδιλον

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσοπέδιλος, ος, ον

  • με χρυσά πέδιλα, επίθετο της Ήρας