Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυζόζυγος < χρυσός και ζυγός

  Επίθετο επεξεργασία

χρυζόζυγος, ος, ον

  • με χρυσό ζυγό
μετὰ δὲ τούτους ἐξήγετο ἅρμα λευκὸν χρυσόζυγον ἐστεμμένον Διὸς ἱερόν (Ξενοφών)