πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χρυσοχόος οι χρυσοχόοι
      γενική του/της χρυσοχόου των χρυσοχόων
    αιτιατική τον/τη χρυσοχόο τους/τις χρυσοχόους
     κλητική χρυσοχόε χρυσοχόοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσοχόος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρυσοχόος οἱ χρυσοχόοι
      γενική τοῦ χρυσοχόου τῶν χρυσοχόων
      δοτική τῷ χρυσοχό τοῖς χρυσοχόοις
    αιτιατική τὸν χρυσοχόον τοὺς χρυσοχόους
     κλητική ! χρυσοχόε χρυσοχόοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρυσοχόω
γεν-δοτ τοῖν  χρυσοχόοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσοχόος < (χρυσός) χρυσο- + -χόος (< θέμα χο- < χέω) [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσοχόος αρσενικό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.