Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσόγονος < χρυσός + -γονος

  Επίθετο επεξεργασία

χρυσόγονος, ος, ον

  1. γεννημένος στο χρυσάφι
  2. χρυσή γενεά
    ἐχυροῖσι πεποιθὼς στυφελοῖς ἐφέταις, χρυσογόνου γενεᾶς ἰσόθεος φώς. (Αισχύλος για τους Πέρσες, ως απογόνους του Περσέα με το χρυσή βροχή κ.λπ.)