→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χρυσεόδμητος τὸ χρυσεόδμητον
      γενική τοῦ/τῆς χρυσεοδμήτου τοῦ χρυσεοδμήτου
      δοτική τῷ/τῇ χρυσεοδμήτ τῷ χρυσεοδμήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν χρυσεόδμητον τὸ χρυσεόδμητον
     κλητική ! χρυσεόδμητε χρυσεόδμητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χρυσεόδμητοι τὰ χρυσεόδμητ
      γενική τῶν χρυσεοδμήτων τῶν χρυσεοδμήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς χρυσεοδμήτοις τοῖς χρυσεοδμήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χρυσεοδμήτους τὰ χρυσεόδμητ
     κλητική ! χρυσεόδμητοι χρυσεόδμητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρυσεοδμήτω τὼ χρυσεοδμήτω
      γεν-δοτ τοῖν χρυσεοδμήτοιν τοῖν χρυσεοδμήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσεόδμητος < (χρυσός) χρυσεό- + δμητός (στη σημασία: οικοδομημένος)

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσεόδμητος, -ος, -ον