δμητός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δμητός | ἡ | δμητή | τὸ | δμητόν |
γενική | τοῦ | δμητοῦ | τῆς | δμητῆς | τοῦ | δμητοῦ |
δοτική | τῷ | δμητῷ | τῇ | δμητῇ | τῷ | δμητῷ |
αιτιατική | τὸν | δμητόν | τὴν | δμητήν | τὸ | δμητόν |
κλητική ὦ! | δμητέ | δμητή | δμητόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | δμητοί | αἱ | δμηταί | τὰ | δμητᾰ́ |
γενική | τῶν | δμητῶν | τῶν | δμητῶν | τῶν | δμητῶν |
δοτική | τοῖς | δμητοῖς | ταῖς | δμηταῖς | τοῖς | δμητοῖς |
αιτιατική | τοὺς | δμητούς | τὰς | δμητᾱ́ς | τὰ | δμητᾰ́ |
κλητική ὦ! | δμητοί | δμηταί | δμητᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δμητώ | τὼ | δμητᾱ́ | τὼ | δμητώ |
γεν-δοτ | τοῖν | δμητοῖν | τοῖν | δμηταῖν | τοῖν | δμητοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δμητός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
δμητός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) ※ ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Δ
- <δμητόν>· †βοητόν. ἀναγκαστόν. οἰκοδομητόν <δμῆσις>· δάμασις (Ρ 476) (A)p
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις δάμνημι, δαμάζω και δέμω
Δείτε επίσης επεξεργασία
νέα ελληνικά:
Πηγές επεξεργασία
- δμητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.