χρυσοφορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχρυσοφορέω < χρυσοφόρος
Ρήμα
επεξεργασίαχρυσοφορέω
- είμαι ντυμένος με χρυσή στολή
- φοράω χρυσαφικά ή απλώς χρυσό δαχτυλίδι
- πληρώνω φόρο σε χρυσάφι (ελληνιστική έννοια]])
χρυσοφορέω < χρυσοφόρος
χρυσοφορέω