Ετυμολογία

επεξεργασία

χρυσοφορέω < χρυσοφόρος

χρυσοφορέω

  1. είμαι ντυμένος με χρυσή στολή
  2. φοράω χρυσαφικά ή απλώς χρυσό δαχτυλίδι
  3. πληρώνω φόρο σε χρυσάφι (ελληνιστική έννοια]])