Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσαμοιβός < χρυσός και ἀμείβω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσαμοιβός αρσενικό

  1. που διακινεί χρυσό, που κάνει συναλλαγές με χρυσό
  2. (μεταφορικά) που κάνει συναλλαγές σε ανθρώπινες ζωές, που εξαγοράζει τη ζωή με χρυσό
    χρυσαμοιβὸς δ᾽ Ἄρης σωμάτων καὶ ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορὸς