χρυσήλατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρυσήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρυσήλατος < χρυσ- (< χρυσός,ουσιαστικό) + -ήλατος (< ἐλαύνω)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾiˈsi.la.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σή‐λα‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
χρυσήλατος, -η, -ο [1]
- (λόγιο) που είναι από σφυρηλατημένο χρυσό
- ⮡ Βρέθηκαν αντικείμενα με χρυσήλατες λαβές.
Συγγενικά
επεξεργασία- χρυσηλασία
- → δείτε τις λέξεις χρυσός και ελαύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρυσήλατος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
χρυσήλατος, -ος, -ον
- επεξεργασμένος, δουλεμένος με χρυσάφι, χρυσήλατος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαμε άλλα μέταλλα:
Πηγές
επεξεργασία
- χρυσήλατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρυσήλατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.