↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσήλατος η χρυσήλατη το χρυσήλατο
      γενική του χρυσήλατου της χρυσήλατης του χρυσήλατου
    αιτιατική τον χρυσήλατο τη χρυσήλατη το χρυσήλατο
     κλητική χρυσήλατε χρυσήλατη χρυσήλατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσήλατοι οι χρυσήλατες τα χρυσήλατα
      γενική των χρυσήλατων των χρυσήλατων των χρυσήλατων
    αιτιατική τους χρυσήλατους τις χρυσήλατες τα χρυσήλατα
     κλητική χρυσήλατοι χρυσήλατες χρυσήλατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσήλατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρυσήλατος < χρυσ- (< χρυσός,ουσιαστικό) + -ήλατος (< ἐλαύνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾiˈsi.la.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυ‐σή‐λα‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσήλατος, -η, -ο [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
χρῡσηλᾰτο-
ονομαστική / χρυσήλατος τὸ χρυσήλατον
      γενική τοῦ/τῆς χρυσηλάτου τοῦ χρυσηλάτου
      δοτική τῷ/τῇ χρυσηλάτ τῷ χρυσηλάτ
    αιτιατική τὸν/τὴν χρυσήλατον τὸ χρυσήλατον
     κλητική ! χρυσήλατε χρυσήλατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χρυσήλατοι τὰ χρυσήλατ
      γενική τῶν χρυσηλάτων τῶν χρυσηλάτων
      δοτική τοῖς/ταῖς χρυσηλάτοις τοῖς χρυσηλάτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χρυσηλάτους τὰ χρυσήλατ
     κλητική ! χρυσήλατοι χρυσήλατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρυσηλάτω τὼ χρυσηλάτω
      γεν-δοτ τοῖν χρυσηλάτοιν τοῖν χρυσηλάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσήλατος < (χρυσός,ουσιαστικό) + χρυσ- + -ήλατος (< ἐλαύνω)

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσήλατος, -ος, -ον

Δείτε επίσης

επεξεργασία

με άλλα μέταλλα: