χρυσηλασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρυσηλασία < αρχαία ελληνική χρῡσήλᾰτος + -σία < χρυσός + ἐλαύνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσηλασία θηλυκό
- (λόγιο) η κατεργασία χρυσού με σφυρηλάτηση
Συγγενικά
επεξεργασία- χρυσήλατος
- → δείτε τις λέξεις χρυσός και ελαύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσηλασία
|