Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσόλογχος < χρυσός και λόγχη

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσόλογχος,ος,ον

  • με χρυσή λόγχη, χρυσό ακόντιο ή δόρυ