λόγχη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λόγχη | οι | λόγχες |
γενική | της | λόγχης | των | λογχών |
αιτιατική | τη | λόγχη | τις | λόγχες |
κλητική | λόγχη | λόγχες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λόγχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λόγχη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈloŋ.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λόγ‐χη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλόγχη θηλυκό
- (ιστορία, οπλισμός) η μεταλλική αιχμή ενός δόρατος
- (συνεκδοχικά) το δόρυ
- η ξιφολόγχη του τουφεκιού
- (θρησκεία) λειτουργικό σκεύος που παραπέμπει στη λόγχη του σταυρικού μαρτυρίου και με το οποίο ο ιερέας κόβει τον άρτο