λογχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /loŋ.çiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λογ‐χι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογχισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λογχίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογχισμός
|