λογχοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | λογχοφόρος | το | λογχοφόρο | ||
γενική | του/της | λογχοφόρου | του | λογχοφόρου | ||
αιτιατική | τον/τη | λογχοφόρο | το | λογχοφόρο | ||
κλητική | λογχοφόρε | λογχοφόρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | λογχοφόροι | τα | λογχοφόρα | ||
γενική | των | λογχοφόρων | των | λογχοφόρων | ||
αιτιατική | τους/τις | λογχοφόρους | τα | λογχοφόρα | ||
κλητική | λογχοφόροι | λογχοφόρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλογχοφόρος, -ος, -ο
- που είναι οπλισμένος με λόγχη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλογχοφόρος, -ος, -ον
- που είναι οπλισμένος με λόγχη
Πηγές
επεξεργασία- λογχοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λογχοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.