Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η λογχοφόρος το λογχοφόρο
      γενική του/της λογχοφόρου του λογχοφόρου
    αιτιατική τον/τη λογχοφόρο το λογχοφόρο
     κλητική λογχοφόρε λογχοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογχοφόροι τα λογχοφόρα
      γενική των λογχοφόρων των λογχοφόρων
    αιτιατική τους/τις λογχοφόρους τα λογχοφόρα
     κλητική λογχοφόροι λογχοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογχοφόρος < λόγχ(η) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

λογχοφόρος, -ος, -ο

  • που είναι οπλισμένος με λόγχη

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λογχοφόρος τὸ λογχοφόρον
      γενική τοῦ/τῆς λογχοφόρου τοῦ λογχοφόρου
      δοτική τῷ/τῇ λογχοφόρ τῷ λογχοφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν λογχοφόρον τὸ λογχοφόρον
     κλητική ! λογχοφόρε λογχοφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λογχοφόροι τὰ λογχοφόρ
      γενική τῶν λογχοφόρων τῶν λογχοφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς λογχοφόροις τοῖς λογχοφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λογχοφόρους τὰ λογχοφόρ
     κλητική ! λογχοφόροι λογχοφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λογχοφόρω τὼ λογχοφόρω
      γεν-δοτ τοῖν λογχοφόροιν τοῖν λογχοφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογχοφόρος < λόγχ(η) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο επεξεργασία

λογχοφόρος, -ος, -ον

  • που είναι οπλισμένος με λόγχη

  Πηγές επεξεργασία