λογχωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λογχωτός | η | λογχωτή | το | λογχωτό |
γενική | του | λογχωτού | της | λογχωτής | του | λογχωτού |
αιτιατική | τον | λογχωτό | τη | λογχωτή | το | λογχωτό |
κλητική | λογχωτέ | λογχωτή | λογχωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λογχωτοί | οι | λογχωτές | τα | λογχωτά |
γενική | των | λογχωτών | των | λογχωτών | των | λογχωτών |
αιτιατική | τους | λογχωτούς | τις | λογχωτές | τα | λογχωτά |
κλητική | λογχωτοί | λογχωτές | λογχωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογχωτός < αρχαία ελληνική λογχωτός < λόγχη
Επίθετο επεξεργασία
λογχωτός
- που έχει σχήμα λόγχης
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογχωτός
|