Ετυμολογία

επεξεργασία
lance < παλαιά γαλλική lance < λατινική lancea

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lance (en)

  1. το κοντάρι
  2. (οπλισμός) η λόγχη
  3. το καμάκι για φάλαινες

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
lance < παλαιά γαλλική lance < λατινική lancea

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lance lances

lance (fr) θηλυκό

  1. (οπλισμός) η λόγχη
  2. η μάνικα