Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lancette lancettes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lancette (fr) θηλυκό

  1. μικρό νυστέρι
  2. αψίδα σε σχήμα κεφαλής ακοντίου