νυστέρι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νυστέρι | τα | νυστέρια |
γενική | του | νυστεριού | των | νυστεριών |
αιτιατική | το | νυστέρι | τα | νυστέρια |
κλητική | νυστέρι | νυστέρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- νυστέρι < αρχαία ελληνική νυστήριον < νύσσω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νυστέρι ουδέτερο
- μικρό μυτερό εργαλείο που χρησιμοποιείται για χειρουργικές τομές