μάνικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάνικα | οι | μάνικες |
γενική | της | μάνικας | — | |
αιτιατική | τη | μάνικα | τις | μάνικες |
κλητική | μάνικα | μάνικες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάνικα < (άμεσο δάνειο) ιταλική manica. Με διαφορετική σημασία η μεσαιωνική ελληνική μάνικα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈma.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐νι‐κα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάνικα θηλυκό
- πλαστικός και εύκαμπτος σωλήνας για τη μεταφορά συνήθως μεγάλης ποσότητας νερού από μία βρύση ή δεξαμενή σε πιο μακρινό σημείο
- ⮡ μάνικα της πυροσβεστικής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάνικα < (άμεσο δάνειο) λατινική manica και ιταλική, manicae (πληθυντικός: περιβραχιόνιο) < manus[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάνικα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μανίκιν
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μάνικα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].