θωράκιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θωράκιση | οι | θωρακίσεις |
γενική | της | θωράκισης* | των | θωρακίσεων |
αιτιατική | τη | θωράκιση | τις | θωρακίσεις |
κλητική | θωράκιση | θωρακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θωρακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θωράκιση < θωρακίζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cuirassement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθωράκιση θηλυκό
- η ενέργεια που κάνει κάποιος για να θωρακίσει κάτι, να το προστατέψει αποτελεσματικά
- ένα πρόσθετο στρώμα υλικού που προστίθεται σε μια επιφάνεια για να τη θωρακίσει
- πόρτες με διπλή θωράκιση από γαλβανισμένη λαμαρίνα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θωράκιση