θωράκισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θωράκισμα < θωρακίζω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cuirassement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθωράκισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του θωρακίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θωράκισμα
|